ἀργυρικά

ἀργυρικά
ἀργυρικός
of
neut nom/voc/acc pl
ἀργυρικά̱ , ἀργυρικός
of
fem nom/voc/acc dual
ἀργυρικά̱ , ἀργυρικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀργυρικάς — ἀργυρικά̱ς , ἀργυρικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλεσμα — το, ΝΜΑ 1. (κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) το τίμημα τού δικαιώματος επιφανείας (βλ. επιφάνεια) 2. στον πληθ. τα τελέσματα (κατά τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”